μποέμ

μποέμ
(boheme). Γαλλικός όρος που χρησιμοποιείται και σε άλλες γλώσσες για να προσδιορίσει έναν ιδιόρρυθμο τρόπο ζωής, γεμάτο αμεριμνησία, φαντασία, προσωρινότητα και αταξία, χαρακτηριστικά γνωρίσματα μερικών κύκλων καλλιτεχνών και διανοουμένων του 19ου αι. Η λέξη αναφέρεται ειδικότερα στους τσιγγάνους που προέρχονται γενικά από τη Βοημία. Ως φαινόμενο φιλολογικό και εθιμικό (ουσιαστικά παρισινό), η ζωή μ. έδωσε τα χαρακτηριστικότερα δείγματα με τον κύκλο του Γκοτιέ, του Νερβάλ, του Αρσέν Ουσέ κ.ά. στα μέσα του 19ου αι. και κυρίως με τη συντροφιά που περιγράφει ο Aνρί Μιρζέ στο βιβλίο του Σκηνές από τη μποέμικη ζωή (Scenes de la vie boheme, 1849). Από το βιβλίο αυτό προέκυψε το δράμα του Τεοντόρ Μπαριέρ (1849) και αργότερα η όπερα Μποέμ (1896) του Πουτσίνι σε λιμπρέτο των Ίλικα και Τζιακόζα, όπως και η ομώνυμη όπερα του Λεονκαβάλο (1897).
* * *
ο, η
1. φτωχός, συνήθως λόγιος ή καλλιτέχνης, που ζει λιτά, αλλά ανέμελα και εύθυμα
2. άνθρωπος που ζει ξένοιαστα και αμέριμνα, διασκεδάζοντας και αδιαφορώντας για το αύριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. boheme «τσιγγάνος από τη Βοημία»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μποέμ — ο, η άκλ. (λ. γαλλ.) 1. άνθρωπος που ζει φτωχικά και ανέμελα (καλλιτέχνης, ποιητής, Τσιγγάνος κτλ.). 2. μτφ., άνθρωπος που νοιάζεται μόνο για διασκεδάσεις αδιαφορώντας για τις καθημερινές ανάγκες της ζωής: Είναι μποέμ και δεν αγχώνεται ποτέ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μποέμικος — η, ο [μποέμ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μποέμ, ανέμελος, ξένοιαστος («μποέμικη ζωή»). επίρρ... μποέμικα με τρόπο που αρμόζει σε μποέμ, ανέμελα, ξένοιαστα …   Dictionary of Greek

  • Χατζόπουλος — Επώνυμο 2 αδελφών, ενός συγγραφέα και ενός δημοσιογράφου. 1. Δημήτριος (Αγρίνιο 1872 – Αθήνα 1936). Δημοσιογράφος. Είναι γνωστός και με τα ψευδώνυμα Μποέμ, Πεζοπόρος, Διαβάτης, Αττικός κ.ά. Για ένα διάστημα μετανάστευσε στην Αίγυπτο, όπου… …   Dictionary of Greek

  • μποέμης — ο, θηλ. ισσα μποέμ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μποέμ*, κατά τα αρσ. σε ης]· …   Dictionary of Greek

  • μποεμισμός — ο η νοοτροπία και ο τρόπος ζωής τών μποέμ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μποέμ + ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • μποέμικος — η, ο αυτός που ζει σαν μποέμ ή που ταιριάζει στον μποέμ: Έκανε μποέμικη ζωή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απάχης — Ονομασία των κακοποιών του Παρισιού, στις αρχές του 20ού αι. Οι α. πήραν το όνομα αυτό από παραφθορά της ονομασίας της αμερικανικής φυλής των Απάτσι. H λέξη σήμαινε γενικότερα τον κακοποιό των μεγαλουπόλεων. Οι α. σύχναζαν κυρίως στις συνοικίες… …   Dictionary of Greek

  • δρόγη — Γενικός όρος με τον οποίο υποδηλώνονται πολυάριθμες φυσικές ή τεχνητές ουσίες, με χαρακτηριστική φυσιολογική ή φαρμακολογική δράση και με διαφορετικά μεταξύ τους γνωρίσματα και χρήσεις. Ο όρος αυτός, που είναι πολύ παλαιάς προέλευσης (προέρχεται… …   Dictionary of Greek

  • Βοημία — (τσέχ. Echy, γερμ. Βöhmen). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 53.000 τ. χλμ.) της κεντρικής Ευρώπης, πρώην ανεξάρτητο βασίλειο, που σήμερα περιλαμβάνεται εξ ολοκλήρου στην Τσεχία (δυτική και κεντρική). Από μορφολογική άποψη, η περιοχή… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”